-
1 птица
το πτην/ό, το πουλίперелётные - ы τα αποδημητικά πουλιά/πτηνάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > птица
-
2 птица
птицаж1. τό πουλί, τό πτηνόν:морская \птица τό θαλασσοπούλι, τό θαλασσινό πουλί, τό θαλάσσιον πτηνόν перелетная \птица τό ἀποδημητικό πτηνό, τό διαβατάρι-κο πουλί· певчая \птица τό ὠδικό πτηνό· хищи́ая \птица τό ἀρπακτικό πτηνό, τό ὅρ-νιο, τό ὅρνεο[ν]· домашняя \птица τά κατοικίδια πτηνά, τά πουλερικά· продавец птиц ὁ πτηνοπώλης·2. перен ирон.:важная \птица τό σπουδαίο πρόσωπο· невелика \птица ἄσημος ἄνθρωπος· что он за \птица? τί ἄνθρωπος εἶναι;, ἀπό ποῦ κρατάει ἡ σκούφια του;